- αμβλωτικός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να προκαλέσει άμβλωση, έκτρωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμβλωτικός — ή, ό (Α ἀμβλωτικός, ή, όν) [ἀμβλῶ] αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ αυτήν … Dictionary of Greek
ἀμβλωτικά — ἀμβλωτικός producing abortion neut nom/voc/acc pl ἀμβλωτικά̱ , ἀμβλωτικός producing abortion fem nom/voc/acc dual ἀμβλωτικά̱ , ἀμβλωτικός producing abortion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)